- κακόμισθος
- κᾰκό-μισθος, ον,A ill-rewarded, Sch.A.Ch.733.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κακόμισθος — κακόμισθος, ον (Α) αυτός που ανταμείφθηκε με μικρό μισθό, που κακοπληρώθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μισθός] … Dictionary of Greek
κακόμισθος — ill rewarded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόμισθον — κακόμισθος ill rewarded masc/fem acc sg κακόμισθος ill rewarded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek